- διφάσιος
- δῐφάσιος [ᾰ], α, ον, [dialect] Ion. Adj.,A of two kinds,
γράμματα Hdt.2.36
;αἰτίαι Id.3.122
, cf. Schwyzer 725 (Milet.), Eus.Mynd.63.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γράμματα Hdt.2.36
;αἰτίαι Id.3.122
, cf. Schwyzer 725 (Milet.), Eus.Mynd.63.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διφάσιον — διφάσιος of two kinds masc acc sg διφάσιος of two kinds neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διφασίοισι — διφάσιος of two kinds masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διφάσια — διφάσιος of two kinds neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διφάσιαι — διφάσιος of two kinds fem nom/voc pl διφασία fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διφάσιο — το (Α διφάσιος, α, ον) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το διφάσιο είδος ορυκτού αρχ. 1. ο δύο ειδών, διττός 2. στον πληθ. δύο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. διφάσιος σχηματίστηκε από το δί φατος «αμφίβολος, αμφιλεγόμενος» (Ησύχ.) κατά το διπλάσιος. Το β συνθετικό τής… … Dictionary of Greek
διφασία — διφασίᾱ , διφάσιος of two kinds fem nom/voc/acc dual διφασίᾱ , διφάσιος of two kinds fem nom/voc sg (attic doric aeolic) διφασίᾱ , διφασία fem nom/voc/acc dual διφασίᾱ , διφασία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διφασίας — διφασίᾱς , διφάσιος of two kinds fem acc pl διφασίᾱς , διφάσιος of two kinds fem gen sg (attic doric aeolic) διφασίᾱς , διφασία fem acc pl διφασίᾱς , διφασία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλάσιος — α, ο (AM διπλάσιος, α, ον Α και διπλήσιος, α, ον) 1. ο δύο φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος 2. το ουδ. ως ουσ. το διπλάσιο ποσό ή αξία δύο φορές μεγαλύτερη. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *δίπλατος + ιος (πρβλ. αμβρόσιος < άμβροτος, διφάσιος < δίφατος) … Dictionary of Greek
εξακοσιαπλάσιος — α, ο αυτός που είναι εξακόσιες φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *εξακοσιάπλατος + ιος (πρβλ. αμβρόσιος < άμβροστος, διφάσιος < δίφατος). Στον υποθετ. αμάρτ. τ. απαντά η μηδενισμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *pel… … Dictionary of Greek